- ἰχθυοπωλῶν
- ἰχθυοπώληςfishmongermasc gen plἰχθυοπωλέωsell fishpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιχθυομετάβολος — ἰχθυομετάβολος, ον (Α) 1. πάπ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυομετάβολος ο ιχθυοπώλης 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰχθυομετάβολα φόρος τών ιχθυοπωλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + μετάβολος «μεταπράτης»] … Dictionary of Greek